Οι στρατευόμενοι μισθωτοί δεν δικαιούνται άδεια κατά το διάστημα της στράτευσής τους. Δικαιούνται όμως να λάβουν άδεια κατά το ημερολογιακό έτος στο οποίο εμπίπτει η στράτευσή τους, εφόσον ζήτησαν άδεια και γνωστοποίησαν εγκαίρως στον εργοδότη τη μέλλουσα στράτευσή τους και υπάρχει βέβαια χρόνος για λήψη της άδειά τους.
Επίσης δικαιούνται άδεια και κατά το ημερολογιακό έτος της επανόδου τους από το στρατό, αφού τα διαστήματα κατά τα οποία ο μισθωτός απέχει από την εργασία του λόγω στρατεύσεως δε θεωρούνται ως χρόνος μη απασχολήσεως, ούτε συμψηφίζονται με τις ημέρες της αδείας του. Για τον υπολογισμό των ημερών αδείας λαμβάνεται υπόψη, εκτός από το χρόνο που είχαν στον εργοδότη πριν από τη στράτευση και όλος ο χρόνος της στρατεύσεώς τους.
Αν οι στρατευμένοι που είχαν τουλάχιστον 6 μήνες υπηρεσίας στον εργοδότη, δεν έλαβαν την άδεια τους είτε επειδή δεν γνωστοποίησαν εγκαίρως στον εργοδότη ότι πρόκειται να στρατευτούν είτε επειδή δεν την ζήτησαν, δεν δικαιούνται αποζημίωση αδείας αφού δεν λύνεται η σύμβαση εργασίας τους. Οι μισθωτοί αυτοί θα λάβουν, μόλις επιστρέψουν από το στρατό, είτε την άδειά τους, αν αναλάβουν εργασία στον ίδιο εργοδότη, είτε αποζημίωση αδείας στην αντίθετη περίπτωση.
Τόσο η άδεια όσο και η αποζημίωση αδείας υπολογίζονται βάση του συνολικού χρόνου της υπηρεσίας του μισθωτού στον εργοδότη και της στράτευσης του.
Οι στρατευόμενοι που δεν είχαν συμπληρώσει 6 τουλάχιστον μήνες υπηρεσίας στον εργοδότη τους, δικαιούται τις αποδοχές και το επίδομα αδείας μέχρι του χρονικού σημείου της στράτευσης, αφού με τη στράτευση η σύμβαση εργασίας του λύεται.