Τα φορτηγά αυτοκίνητα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες Α’, Β’ και Γ’ (αρθ. 1, Β.Δ. 28.1/4.2.1938).
Συγκεκριμένα:
- Α΄κατηγορία, περιλαμβάνει τα μη εξυπηρετούντα ορισμένο εργοδότη, φορτηγά αυτοκίνητα (αγοραία)
- Β’ κατηγορία, υπάγονται τα φορτηγά των εταιρειών ηλεκτρισμού, ύδρευσης, φωταέριου και τηλεφώνων, που εξυπηρετούν έκτακτες ανάγκες του δικτύου τους
- Γ΄κατηγορία, ανήκουν τα φορτηγά των λοιπών ανωνύμων εταιρειών, βιομηχανικών εργοστασίων και επιχειρήσεων πάσης φύσεως
Τα χρονικά όρια οδήγησης και εν γένει εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων στη χώρα μας καθορίζονται από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό ΕΚ 561/2006 και από το Β.Δ. 28.1/4.2.1938, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Π.Δ 167/2006, καθώς και τις σχετικές ΣΣΕ και Διαιτητικές Αποφάσεις.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο ημερήσιος χρόνος οδήγησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις οκτώ (8) ώρες. Ειδικά για τις διεθνείς μεταφορές ο ημερήσιος χρόνος οδήγησης δεν πρέπει να υπερβαίνει τις εννέα (9) ώρες, ωστόσο μπορεί να παρατείνεται σε δέκα (10) ώρες κατ’ ανώτατο όριο, όχι όμως για περισσότερες από δυο φορές στη διάρκεια της εβδομάδας (αρθ. 6, ΕΚ 561/2006).
Ο συνολικός χρόνος οδήγησης ο οποίος σωρεύεται κατά τη διάρκεια δυο διαδοχικών εβδομάδων, δεν υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ώρες (αρθ. 6, ΕΚ 561/2006).
Ο χρόνος εβδομαδιαίας εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων δεν μπορεί να υπερβαίνει τις σαράντα οκτώ (48) ώρες κατά μέσο όρο, σε περίοδο αναφοράς τεσσάρων (4) μηνών (αρθ. 4, Π.Δ. 167/2006).
(Σημείωση: στον χρόνο εργασίας αναφέρεται κάθε δραστηριότητα οδικής μεταφοράς σύμφωνα με το αρθ. 3 του Π.Δ 167/2006).
Ο κάθε οδηγός έχει ημερήσια ανάπαυση τουλάχιστον δώδεκα (12) ωρών ημερησίως (Β.Δ. 882/1961).
Επιπλέον μετά από περίοδο οδήγησης τεσσερισήμισι (4,5) ωρών, ο οδηγός κάνει διάλειμμα σαραντα πέντε (45) τουλάχιστον λεπτών, εντός του χρόνου οδήγησης, το οποίο μπορεί να κατανέμεται σε δεκαπέντε (15) και τριάντα (30) λεπτά αντίστοιχα (αρθ.7, ΕΚ 561/2006).
Ο οδηγός λαμβάνει κατά την διάρκεια δεκαπενθημέρου δύο κανονικές περιόδους εβδομαδιαίας ανάπαυσης ή μία κανονική περίοδο εβδομαδιαίας ανάπαυσης και μία μειωμένη περίοδο εβδομαδιαίας ανάπαυσης διάρκειας τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, ωστόσο, η μείωση πρέπει να αντισταθμίζεται με ισοδύναμη ανάπαυση που λαμβάνεται συνολικά πριν από το τέλος της τρίτης εβδομάδας που έπεται της εν λόγω εβδομάδας.
Σύμφωνα με το αρθ. 4 της ΕΚ 561/2006 η κανονική περίοδος εβδομαδιαίας ανάπαυσης έχει διάρκεια τουλάχιστον σαράντα πέντε (45) ωρών, υπό τις σχετικές παρεκκλίσεις του οικείου Κανονισμού.
Αντίστοιχα, μειωμένη περίοδος εβδομαδιαίας ανάπαυσης είναι η περίοδος ανάπαυσης χωρίς διακοπή διάρκειας μικρότερης των σαράντα πέντε (45) ωρών, η οποία μπορεί να συντομευθεί σε τουλάχιστον είκοσι τέσσερις (24) συνεχόμενες ώρες.
Μία περίοδος εβδομαδιαίας ανάπαυσης πρέπει να αρχίζει το αργότερο μόλις συμπληρωθούν έξι (6) συνεχόμενα εικοσιτετράωρα από το τέλος της προηγούμενης περιόδου εβδομαδιαίας ανάπαυσης (αρθ. 8, ΕΚ 561/2006).