Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, είναι σύστημα διαχείρισης και κατανομής του συνολικού εργάσιμου χρόνου, κατά τέτοιον τρόπο ώστε σε ορισμένες χρονικές περιόδους να παρέχεται εργασία και πέραν των νομίμων χρονικών ορίων, ενώ σε άλλες περιόδους να γίνεται αντίστοιχη μείωση των ωρών απασχόλησης, με καταβολή της ίδιας αμοιβής. Ουσιαστικά, δεν συνιστά τρόπο αύξησης του χρόνου εργασίας, αλλά μέσο συμψηφισμού αυξημένων ωρών απασχόλησης μίας περιόδου, με τις λιγότερες ώρες μίας άλλης περιόδου.
Ο χρόνος εργασίας υπολογίζεται σε ετήσια ή εξάμηνη βάση και κατανέμεται κατά χρονικές περιόδους (περιόδους αναφοράς) είτε υπερβαίνοντας, είτε όχι το συμβατικό ημερήσιο εβδομαδιαίο ωράριο. Οι διαφοροποιήσεις αυτές ως προς το ωράριο, μεταβάλλουν τον χρόνο της ημερήσιας και εβδομαδιαίας εργασίας, διατηρώντας ωστόσο τον ίδιο αριθμό ωρών ετήσιας ή εξαμηνιαίας απασχόλησης και το ίδιο επίπεδο αμοιβών.
Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο ρυθμίζεται με τις διατάξεις του αρθ. 41 του Ν.1892/1990, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί και ισχύει, και προβλέπει διττό σύστημα διευθέτησης του χρόνου εργασίας, σε εξάμηνη ή δωδεκάμηνη περίοδο αναφοράς.