Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εργασιακής σύμβασης είναι η διάρκεια. Η σύμβαση εργασίας είναι δυνατόν να έχει ορισμένη ή αόριστη διάρκεια, οπότε ονομάζεται αντίστοιχα ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Η διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις δύο μορφές συμβάσεων έγκειται στη λήξη τους.
Σύμβαση ορισμένου χρόνου
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι η σύμβαση εργασίας της οποίας η διάρκεια είναι σαφώς καθορισμένη, γνωρίζουμε δηλαδή επακριβώς το χρονικό σημείο λήξης της, ούτως ώστε όταν φτάσει αυτό, επέρχεται αυτοδικαίως και η λήξη της σύμβασης. Η σύμβαση δε χάνει το χαρακτήρα της ως ορισμένου χρόνου ακόμα και όταν η διάρκειά της δεν ορίστηκε ρητά, προκύπτει όμως από το είδος και το σκοπό της που αφορά την εκτέλεση ορισμένου έργου, οπότε και πρόκειται να διαρκέσει μέχρι να αποπερατωθεί το έργο, το τέλος του οποίου έχει ως αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη λύση της, χωρίς καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης.
Σύμβαση αορίστου χρόνου
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι η σύμβαση της οποίας ούτε ορίσθηκε ρητώς η διάρκεια, ούτε προκύπτει από το είδος ή το σκοπό της σύμβασης.
Ο προσδιορισμός της διάρκειας της σύμβασης εργασίας έχει μεγάλη σημασία, όσον αφορά τον τρόπο λύσης της. Η σύμβαση ορισμένου χρόνου παύει αυτοδικαίως με την πάροδο της συμφωνημένης διάρκειας, χωρίς να απαιτείται καμία δήλωση βουλήσεως από τα μέρη (ΑΚ 669). Αντίθετα, η σύμβαση αορίστου χρόνου λύνεται με μονομερή απευθυντέα δήλωση βούλησης (καταγγελία), στην οποία μπορεί να προβεί καθένα από τα μέρη της σύμβασης.
Η διάκριση της σύμβασης εργασίας σε ορισμένου και αορίστου χρόνου αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία δεδομένου ότι εάν τα μέρη δεν έχουν θέσει (ρητά ή σιωπηρά) στη σύμβαση χρονικό περιορισμό, εάν δηλαδή ο εργαζόμενος έχει προσληφθεί για αόριστο χρόνο, η καταγγελία της σύμβασης από την πλευρά του εργοδότη (απόλυση) υπόκειται σε περιορισμούς και διατυπώσεις, οι οποίες δεν ισχύουν όταν ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο (αρθρ. 1 Ν. 2112/20), οπότε η σύμβαση λύνεται αυτοδικαίως, χωρίς να είναι αναγκαία, αλλά ούτε και δυνατή μια καταγγελία.