Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Ν. 1892/1990 όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 59 του Ν.4635/2019, οι μερικώς απασχολούμενοι μισθωτοί καθώς και οι εργαζόμενοι με εκ περιτροπής εργασία έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επιδόματος αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν, εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους, για τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει.
Αναφορικά με τη χορήγηση άδειας σε εργαζόμενους με διαλείπουσα ή εκ περιτροπής εργασία, εφαρμογή έχει η παρ. 2 του άρθρου 2 του Α.Ν.539/45 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1346/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Ν.3302/2004. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εν λόγω ρύθμιση, ο μισθωτός με διαλείπουσα εργασία δικαιούται για κάθε ημερολογιακό έτος, άδεια με αποδοχές, ίση με το ένα δωδέκατο της άδειας που δικαιούται ένας πλήρως απασχολούμενος για κάθε μήνα απασχόλησης από την ημέρα της πρόσληψης.
Για τον υπολογισμό της άδειας αυτής ως μήνας θεωρείται η απασχόληση είκοσι πέντε (25) ημερών. Αν προκύπτει κατά τον υπολογισμό αυτής της παραγράφου, κλάσμα χρόνου άδειας που υπερβαίνει τη μισή ημέρα, το κλάσμα στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα. Το επίδομα αδείας ισούται με τις αποδοχές αδείας με τον περιορισμό ότι δεν δύναται να υπερβεί το μισό μισθό ή τα δεκατρία ημερομίσθια. Δικαίωμα λήψεως αδείας αποκτά στη συγκεκριμένη μορφή απασχόλησης ο μισθωτός, από της προσλήψεως του, για κάθε 25 ημέρες πραγματικής εργασίας.