Η ισχύς της συλλογικής σύμβασης εργασίας αρχίζει από την ημέρα της κατάθεσής της στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και λήγει με την πάροδο του χρόνου που συμφωνήθηκε ή με καταγγελία σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1876/1990, όπως ισχύει.
Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να ορίσουν για τη συλλογική σύμβαση εργασίας αναδρομική ισχύ έως την ημέρα της λήξης ή της καταγγελίας της προηγούμενης συλλογικής σύμβασης εργασίας, από την οποία αρχίζει να υπολογίζεται η διάρκειά της και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει προηγούμενη συλλογική σύμβαση εργασίας, από την έναρξη των διαπραγματεύσεων.
Στην περίπτωση που λήξει ή καταγγελθεί η Σ.Σ.Ε. χωρίς να συναφθεί νέα, η ισχύς των κανονιστικών όρων της Σ.Σ.Ε. παρατείνεται για ένα τρίμηνο από τη λήξη της. Κανονιστικοί όροι θεωρούνται οι όροι της Σ.Σ.Ε. που έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ για τα συμβαλλόμενα μέρη. Κατά το διάστημα αυτό, ο εργοδότης δεν δύναται να τροποποιήσει προς το δυσμενέστερο τους όρους εργασίας των εργαζομένων, αλλά δεσμεύεται από το περιεχόμενο της Σ.Σ.Ε., όπως και πριν από τη λήξη της.
Μετά την πάροδο του τριμήνου και εφόσον δεν έχει συναφθεί νέα Σ.Σ.Ε. ακολουθεί η λεγόμενη μετενέργεια της Σ.Σ.Ε. Κατά τη διάρκεια της μετενέργειας οι κανονιστικοί όροι της Σ.Σ.Ε. εξακολουθούν να ισχύουν και να διέπουν τις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς, ωστόσο, να διατηρούν την άμεση και αναγκαστική ισχύ τους.
Ειδικά, οι κανονιστικοί όροι εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας που έληξε ή καταγγέλθηκε, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα εξάμηνο από τη λήξη ή καταγγελία και εφαρμόζονται και στους εργαζόμενους που προσλαμβάνονται στο διάστημα αυτό (άρθρο 40 του Ν.4320/2015).